- περιβρυής
- περιβρῠής, ές,A very luxuriant, Nic.Th.531,841.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβρυής — ές, Α 1. άφθονος, πλούσιος 2. πλήρης, κατάμεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρυής (< βρύω «βλαστάνω, γεμίζω»), πρβλ. αει βρυής] … Dictionary of Greek
περιβρυές — περιβρυής very luxuriant masc/fem voc sg περιβρυής very luxuriant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)